- Δρακεῖσ'
- Δρακεῖσι , Δράκηςmasc dat pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρακεῖσ' — δρακεῖσα , δέρκομαι see clearly aor part pass fem nom/voc sg δρακεῖσι , δέρκομαι see clearly aor part pass masc/neut dat pl δρακεῖσαι , δέρκομαι see clearly aor part pass fem nom/voc pl δρακεῖσι , δράκος eye neut dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek